- ὄλλυται
- ὄλλυμιdestroypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] … Dictionary of Greek
ὄλλυτ' — ὄλλῡτι , ὄλλυμι destroy pres ind act 3rd sg (doric) ὄλλυτε , ὄλλυμι destroy pres imperat act 2nd pl ὄλλυτε , ὄλλυμι destroy pres ind act 2nd pl ὄλλυται , ὄλλυμι destroy pres ind mp 3rd sg ὄλλυτο , ὄλλυμι destroy imperf ind mp 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)